νικητήρ

νικητήρ
νικ-ητήρ, in [dialect] Dor. form [suff] νικ-ᾱτήρ, ῆρος, ,
A winner,

τᾶς ἀγέλας SIG527.152

(Dreros, iii B.C.): pl., νικατῆρες· οἱ ἀκμαιότατοι ἐν ταῖς τάξεσιν, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νικητήρ — νικητήρ, δωρ. τ. νικατήρ, ῆρος, ὁ (Α) νικητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νικῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. οδηγη τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • νικατήρ — νικατήρ, ῆρος, ό (Α) βλ. νικητήρ …   Dictionary of Greek

  • νικητήριος — α, ο (ΑΜ νικητήριος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νικητή ή στη νίκη («σάς άρπαξε η τύχη την νικητήριον δάφνην», Κάλβ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το νικητήριο(ν) βραβείο για νίκη, έπαθλο («Ἑλλάνιε Ζεῡ, σὸν τὸ νικητήριον», Αριστοφ.) 3. (το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”